- ἄκριθος
- ἄκρῑθος, ον, ([etym.] κριθή)A not mixed with barley,
πυρός POxy. 101
(ii A. D.), 1124.11 (i A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρός POxy. 101
(ii A. D.), 1124.11 (i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄκριθον — ἄκριθος not mixed with barley masc/fem acc sg ἄκριθος not mixed with barley neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… … Dictionary of Greek